- ταριχείας
- ταρῑχείᾱς , ταριχείαfem acc plταρῑχείᾱς , ταριχείαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MALACHA seu MALAGA — MALACHA, seu MALAGA civitas Episcopalis, olim sub Archiepiscopo Hispalensi, nunc Granatensi, Hispan. Baeticae, Marcianus l. 2. τῶν ἐπιτομῶν Artemidori. Plin. l. 5. c. 2. Siga oppidum ex adverso Malachae in Hispania sitae, Syphacis regia. Facit et … Hofmann J. Lexicon universale
πολυαρκής — ές, Α 1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής άλλη ονομασία τού φυτού ασφόδελος 3. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek